Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- θήλυς, επίθ.· θηλ. θήλη, (Βέλθ. 1142).
-
[αρχ. επίθ. θήλυς]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θήλυς -εια -υ [θílis] Ε : (λόγ.) ο θηλυκός. ANT άρρην: Θήλεα τέκνα. Φύλο θήλυ. Θήλεα άνθη, που φέρουν μόνο ύπερο. || (ως ουσ.): Γυμνάσιο / λύκειο θηλέων.
[λόγ. < αρχ. θήλυς]