Παράλληλη αναζήτηση
24 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θεώμαι [θeóme] Ρ11 αόρ. θεάθηκα, απαρέμφ. θεαθεί : I. (λόγ., μόνο στο ενεστ. θ., για αφηρ. ουσ.) βλέπω, παρατηρώ: Ο άνθρωπος θεάται το θείο με την ψυχή. II. (μόνο στο αορ. θ., για πρόσ., κυρ. ειρ. και πειραχτικά) με βλέπει κάποιος, γίνομαι αντιληπτός: Θεάθηκε να κυκλοφορεί με μία νεαρά, ενώ η γυναίκα του λείπει. Θεάθηκε σε νυχτερινό κέντρο.
[λόγ. < αρχ. θεῶμαι]
- θεώνομαι.
-
- Γεμίζω από το Θεό, γίνομαι ένθεος:
- κοινωνούμεν και έχομεν πάντα το χάρισμαν ετούτο να θεωνομέστανε (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 454).
[μτγν. θεόω. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- Γεμίζω από το Θεό, γίνομαι ένθεος:
- θεωνυμώ.
-
- Η μτχ. παθ. ενεστ. ως επίθ. = δοσμένος από το Θεό, θεϊκός:
- το σον θεωνυμούμενον … κράτος (Γλυκά, Στ. Β´ 71).
[<ουσ. θεός + όνομα. Η λ. το 12. αι. (Steph., ‑έω)]
- Η μτχ. παθ. ενεστ. ως επίθ. = δοσμένος από το Θεό, θεϊκός:
- θεωρείο το [θeorío] Ο39 : υπερυψωμένος χώρος σε αίθουσα θεάτρου ή κινηματογράφου που είναι χωρισμένος σε διαμερίσματα με περιορισμένο αριθμό θέσεων το καθένα και που βρίσκεται στις πλευρές και στο πίσω μέρος της πλατείας, καθώς και στους εξώστες: Bασιλικό ~. ~ των επισήμων. Tιμή εισιτηρίου για ~, πλατεία, εξώστη. || (επέκτ.) κατασκευή ανάλογη με την παραπάνω σε άλλη δημόσια αίθουσα: Tο δημοσιογραφικό / το διπλωματικό ~ της Bουλής.
[λόγ. < ελνστ. θεωρεῖον `θέση απ΄ όπου μπορεί να δει κανείς΄, σφαλερός δανεισμός αντί π.χ. του μσν. θεώριον (με τη σημερ. σημ.)]
- θεώρετρα τα,
- βλ. θεώρητρα.
- θεώρημα το [θeórima] Ο49 : επιστημονική πρόταση που η αλήθεια της χρειάζεται απόδειξη: Mαθηματικό ~. ~ της Γεωμετρίας. Πυθαγόρειο* ~. H απόδειξη των θεωρημάτων στηρίζεται στα αξιώματα.
[λόγ. < αρχ. θεώρημα]
- θεώρημα το· θώρημαν.
-
- Αντίκρισμα:
- κουφορτίασμαν φέρνει … τους φίλους το συχνόν θώρημαν (Ξόμπλιν φ. 128r).
[αρχ. ουσ. θεώρημα. Τ. θώρεμα στο Βλάχ. Η λ. και σήμ. με διαφορ. σημασ.]
- Αντίκρισμα:
- θεώρηση η [θeórisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του θεωρώ (στις σημ. 2, 3). 1. έλεγχος: α. επίσημου εγγράφου από το αρμόδιο όργανο για να επικυρωθεί (με υπογραφή και σφραγίδα): ~ διαβατηρίου, βίζα. β. κειμένου, για να διορθωθούν σφάλματα που τυχόν υπάρχουν: ~ των τυπογραφικών δοκιμίων. 2. προσεκτική παρατήρηση και εξέταση ενός φαινομένου ή μιας κατάστασης με σκοπό τη βαθιά γνώση ή την ερμηνεία τους: Γενική / σφαιρική ~ ενός προβλήματος. ~ των κοινωνικών φαινομένων από ορισμένη ιδεολογική άποψη. H ~ ενός έργου τέχνης.
[λόγ. < ελνστ. θεώρη(σις) -ση, αρχ. σημ.: `κοίταγμα΄, σημδ.: 1α: γαλλ. visa· 1β: γαλλ. révision· 2: γαλλ. contemplation]
- θεωρητής ο [θeoritís] Ο7 θηλ. θεωρήτρια [θeorítria] Ο27 : αυτός που κάνει θεώρηση1, συνήθ. κειμένου που πρέπει να ελεγχθεί και ενδεχομένως να διορθωθεί.
[λόγ. < ελνστ. θεωρητής `θεατής, κάποιος που επιβλέπει΄ σημδ. γαλλ. réviseur· λόγ. θεωρη(τής) -τρια]
- θεωρητικολογία η [θeoritikolojía] Ο25 : (μειωτ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του θεωρητικολογώ.
[λόγ. θεωρητικ(ός) -ο- + -λογία]