Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- θέσις ‑ση η.
-
- 1) Τοποθεσία, μέρος:
- (Διήγ. πόλ. Θεοδ. 35).
- 2)
- α) Συγκεκριμένο σημείο:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2537)·
- β) (αρμονική) τοποθέτηση των μελών του σώματος· σωματική διάπλαση, εμφάνιση:
- (Βέλθ. 687)·
- νέος πολλά καλόκοπος εις θέσιν και εις σχήμα (Λίβ. P 11).
- α) Συγκεκριμένο σημείο:
- 3) Κατεύθυνση:
- ναύτης κανείς ουκ ήτον … να δει την θέσιν του ανέμου (Πουλολ. 545).
- 4) Πρόθεση, σκέψη:
- θέσει και γνώμῃ και πράξει εξαμαρτήσας (Σφρ., Χρον. 19412).
- 5) (Νομ.) υιοθεσία:
- (Ελλην. νόμ. 56910).
[αρχ. ουσ. θέσις. Η λ. (‑ση) και σήμ.]
- 1) Τοποθεσία, μέρος: