Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θέρος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θέρος ο [θéros] Ο18 : (λαϊκότρ.) α. το θέρισμα των σιτηρών· θερισμός. ΠAΡ ΦΡ ~, τρύγος, πόλεμος, για πράξεις, κυρίως εργασίες, που δε δέχονται αναβολή. β. η εποχή του θερισμού.

[αρχ. τό θέρος, με αλλ. γένους κατά το τρύγος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θέρος το [θéros] Ο46 : (λόγ.) καλοκαίρι.

[λόγ. < αρχ. τό θέρος]

[Λεξικό Κριαρά]
θέρος το· γεν. του θέρου.
  • 1)
    • α) Θερισμός:
      • (Πεντ. Γέν. XLV 6
    • β) συγκομιδή (ως σύστ. αντικ.):
      • να θερίσεις το θέρος σου εις το χωράφι σου (Πεντ. Δευτ. XXIV 19).
  • 2) Εποχή του θερισμού, καλοκαίρι:
    • εις τον καιρόν του θέρους (Διακρούσ. 1066).

[αρχ. ουσ. θέρος. Η λ. και σήμ. λόγ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες