Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ηυ
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ηυξημένος -η -ο [ifksiménos] Ε3 μππ. του αυξάνω : (λόγ.) που τον έχουν αυξήσει, που έχει αυξηθεί· αυξημένος: Hυξημένες ευθύνες / αρμοδιότητες. Hυξημένη περιεκτικότητα σε οξέα.

[λόγ. < αρχ. ηὐξημένος μππ. του αὐξάνω]

[Λεξικό Κριαρά]
ηύρεμα το,
βλ. εύρημα.
[Λεξικό Κριαρά]
ηυρίσκω,
βλ. ευρίσκω.
[Λεξικό Κριαρά]
ηυυποληψία η,
βλ. ευυποληψία.
[Λεξικό Κριαρά]
ηυχαριστώ,
βλ. ευχαριστώ.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες