Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ηθμοειδής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ηθμοειδής -ής -ές [iθmoiδís] Ε10 : (ανατ.) που μοιάζει με ηθμό· σπογγώδης, πωρώδης: Hθμοειδείς αρτηρίες. Hθμοειδές οστό και ως ουσ. το ηθμοειδές, μικρό οστό του κρανίου που βρίσκεται ανάμεσα στο μετωπιαίο, το σφηνοειδές και τις οφθαλμικές κόγχες.

[λόγ. < αρχ. ἠθμοειδής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες