Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ηθμοειδής -ής -ές [iθmoiδís] Ε10 : (ανατ.) που μοιάζει με ηθμό· σπογγώδης, πωρώδης: Hθμοειδείς αρτηρίες. Hθμοειδές οστό και ως ουσ. το ηθμοειδές, μικρό οστό του κρανίου που βρίσκεται ανάμεσα στο μετωπιαίο, το σφηνοειδές και τις οφθαλμικές κόγχες.
[λόγ. < αρχ. ἠθμοειδής]