Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ηδύς
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ήδυσμα το· πληθ. ’δύσματα.
  • (Στον πληθ.) μυρωδικά:
    • οίνον με ηδύσματα πολλά (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1855).

[αρχ. ουσ. ήδυσμα. Η λ. και τ. σήμ. ιδιωμ. (Andr.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες