Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ηγεμονεύς
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ηγεμόνευση η [ijemónefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ηγεμονεύω2: Επιδιώκουν την ~ του συνδικαλιστικού κινήματος.

[λόγ. ηγεμονεύ(ω) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες