Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ζώδιον το· ζούδιον· ζωδίον.
-
- 1)
- α) Παράσταση ή ομοίωμα ζώου· ζώο ζωγραφισμένο:
- ολόχρυσα και ολάργυρα ζωδία (Διγ. Esc. 1652)·
- β) παράσταση ζωγραφισμένη, σκαλισμένη ή λαξευμένη:
- είχεν ιστορισμένα ζώδια (Λίβ. (Lamb.) N 364).
- α) Παράσταση ή ομοίωμα ζώου· ζώο ζωγραφισμένο:
- 2) Ζώδιο, αστερισμός· αστέρι:
- εις τον Αιγόκερον ζώδιον εγεννήθηκα (Μαχ. 23031).
[αρχ. ουσ. ζώδιον. Ο τ. ζού‑ στο Du Cange (λ. ζουδάκι) και ζούδι σήμ. λαϊκ. Η λ. και σήμ. (‑ο)]
- 1)