Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζωόμορφος -η -ο [zoómorfos] Ε5 : που έχει μορφή ζώου, που παρασταίνεται με μορφή ζώου: Zωόμορφοι και ανθρωπόμορφοι θεοί.
[λόγ. < ελνστ. ζῳόμορφος (< ζῷον)]