Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζωγραφικός -ή -ό [zoγrafikós] Ε1 : που αναφέρεται στη ζωγραφική, που τον έχουν φτιάξει με τον τρόπο της ζωγραφικής· (συνήθ. σε αντιδιαστολή προς τα γλυπτός, ανάγλυφος, ψηφιδωτός κτλ.): Zωγραφική εικόνα / παράσταση / σύνθεση / διακόσμηση. Zωγραφικό έργο. Ο γλυπτός και ο ~ διάκοσμος ενός ναού. || H ζωγραφική παραγωγή μιας εποχής, τα έργα ζωγραφικής.
[λόγ. ζωγραφ(ική) -ικός (διαφ. το συγγ. αρχ. ζωγραφικός `ικανός στη ζωγραφική΄)]