Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζωάρκεια
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ζωάρκεια η· ζωαρκία.
  • 1) Τα απαραίτητα για τη διατήρηση της ζωής:
    • μη έχειν αυτούς έτι τα προς ζωάρκειαν (Ιστ. πολιτ. 367).
  • 2) Η διατήρηση της ζωής· επάρκεια των προς το ζην:
    • Όλα τα έκαμε (ενν. ο Θεός) διά τον άνθρωπον, διά να τα έχει εις ζωαρκίαν του (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 42r).

[<μτγν. επίθ. ζωαρκής + κατάλ. εια. Η λ. το 13. αι. (LBG) και σε σχόλ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες