Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζηλωτής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζηλωτής ο [zilotís] Ο7 θηλ. ζηλώτρια [zilótria] Ο27 στη σημ. 1 : 1. ένθερμος και αφοσιωμένος θαυμαστής και υποστηρικτής ή μιμητής κάποιου ή κάποιας ιδέας: Ο τάδε είναι ~ κάθε νεωτεριστικής ιδέας. 2. (ιστ.) α. οπαδός πολιτικοθρησκευτικής μερίδας, κατά το 14ο αι. (στη Θεσσαλονίκη): H επανάσταση / το κίνημα των Zηλωτών το 1341. β. οπαδός πολιτικοθρησκευτικής ιουδαϊκής κίνησης στην Παλαιστίνη κατά τον 1ο μ.X. αι., που διακρινόταν για το φανατισμό του.

[λόγ. < αρχ. ζηλωτής· λόγ. ζηλω (τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες