Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ζατρίκιον το.
-
- Είδος παιχνιδιού, σκάκι:
- εκάθητο … παίζων ζατρίκιον ό οι Πέρσαι σαντράτς καλούσιν, οι δε Λατίνοι σκάκον (Δούκ. 9917).
[<περσ. shatranj. Η λ. τον 8. αι. (LBG), σε σχόλ. και στο Meursius]
- Είδος παιχνιδιού, σκάκι: