Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζάλη η [záli] Ο30α : 1. πρόσκαιρη και σύντομη εξασθένηση ή απώλεια της αίσθησης της ισορροπίας· ζαλάδα· (πρβ. ίλιγγος, σκοτοδίνη): Mου ΄ρχεται / με πιάνει ~, ζαλίζομαι. Tόσο ψηλά, που σε πιάνει ~ να κοιτάξεις κάτω. 2α. ταραχή, σάστισμα, σύγχυση του νου: Aπό τη ~ του ξέχασε να πάρει ρέστα. || κατάσταση που προκαλεί ζάλη: Mέσα στη ~ της δουλειάς. β. έγνοια, φροντίδα που ταλαιπωρεί τη σκέψη μας: Έχω πολλές ζάλες στο κεφάλι μου.
[μσν. ζάλη `τρικυμία, σκοτοδίνη΄, αρχ. σημ.: `καταιγίδα΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- ζάλη η.
-
- 1) Τρικυμία, θύελλα:
- (Μαχ. 6213)·
- (μεταφ.):
- εν τῃ του βίου ζάλῃ (Γλυκά, Αναγ. 397).
- 2)
- α) Ζάλη, αδιαθεσία:
- εις την θάλασσαν ήλθε μου ολίγη ζάλη (Δαρκές, Προσκυν. 14)·
- β) σκοτοδίνη· λιγοθυμιά:
- Το πρόσωπό μου ξαναραίνει πάλι ογιά να με συφέρει από τη ζάλη (Βοσκοπ. 42)·
- γ) βύθισμα, λήθαργος:
- του ύπνου σου τη ζάλη (Θυσ. 421).
- α) Ζάλη, αδιαθεσία:
- 3) Σύγχυση, αναστάτωση, στενοχώρια:
- τες γυναίκες ηύρηκε κακό πολύ και ζάλη (Τζάνε, Κρ. πόλ. 3848).
[αρχ. ουσ. ζάλη. Η λ. και σήμ.]
- 1) Τρικυμία, θύελλα: