Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εύθυμος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
εύθυμος, επίθ.
  • Γενναίος:
    • τέκνον εύθυμον, μη δειλιάσεις όλως (Διγ. Gr. 112).

[αρχ. επίθ. εύθυμος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εύθυμος -η -ο [éfθimos] Ε5 : 1.(για πρόσ.) που χαρακτηρίζεται από ευθυμία. ANT δύσθυμος: ~άνθρωπος / χαρακτήρας / τύπος. Εύθυμη συντροφιά. Εύθυμη χήρα*. 2. που προκαλεί ευθυμία: Εύθυμη διήγηση / ιστορία. εύθυμα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. εὔθυμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες