Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εύζωμον
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
εύζωμον το.
  • Το φυτό εύζωμον, κοιν. ρόκα:
    • σπέρμα ευζώμου (Ορνεοσ. αγρ. 54522).

[μτγν. ουσ. εύζωμον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες