Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εφέστιος -α -ο [eféstios] Ε6 : Εφέστιοι θεοί, στην ελληνική και στη ρωμαϊκή αρχαιότητα, θεοί που ήταν προστάτες της οικογένειας και που τα αγάλματά τους ήταν στημένα κοντά στην οικογενειακή εστία.
[λόγ. < αρχ. ἐφέστιος]