Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευαγγέλιον
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ευαγγέλιον το· βαγγέλιο(ν).
  • 1) Βιβλίο που περιέχει τα τέσσερα Ευαγγέλια ή τις ευαγγελικές περικοπές που διαβάζονται στις ακολουθίες της Εκκλησίας:
    • να σχίζουν … τα ’λόχρυσα βαγγέλια (Ανακάλ. 64).
  • 2)
    • α) Ευαγγελική περικοπή που διαβάζεται κατά τη θεία λειτουργία:
      • καθημερνόν στην λειτουργιάν ν’ ακούμεν τα Ευαγγέλια (Ριμ. θαν. 147
    • β) τμήμα της θείας λειτουργίας όπου διαβάζεται η ευαγγελική περικοπή, το Ευαγγέλιο:
      • ου φθάσω εις τον απόστολον και ουκ είμαι εις το ευαγγέλιον (Προδρ. IV 313).

[αρχ. ουσ. ευαγγέλιον. Η λ. και σήμ. (ο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες