Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευ
733 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευ [éf] επίρρ. : καλά, συνήθ. στις λόγιες εκφράσεις το ~ ζην*. ουκ εν τω πολλώ το ~, η ποσότητα δε σημαίνει αναγκαστικά και ποιότητα.

[λόγ. < αρχ. εs]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευ- [ev], πριν από φωνήεν ή ηχηρό σύμφωνο & [ef], πριν από άηχο σύμφωνο & εύ- [év] ή [éf], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο πρόθημα : πρόθημα που απαντά σε επίθετα, συχνά επιστημονικά ή λόγια, και τα παράγωγά τους· (πρβ. ευκολο-). 1. (κυρίως με ρηματικό επίθετο σε -τος) δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο εύκολα μπορεί να δεχτεί την ενέργεια που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη. ANT δυσ-: εύκαμπτος, ευκίνητος, ευμετάβλητος, ευνόητος, ευπρόσβλητος, εύχρηστος· ευκαμψία, ευκινησία. || εύπιστος· ευπιστία· (φυσ.) ευηλεκτραγωγός, ευθερμαγωγός, καλός αγωγός ηλεκτρισμού, θερμότητας. 2. συνήθ. προσδιορίζει πρόσωπο και προσδίδει στην ουδέτερη σημασία της πρωτότυπης λέξης την ιδιότητα του καλός, όμορφος, ευχάριστος: εύθυμος, ευμενής, ευτυχής. ANT δυσ-· ευπαρουσίαστος, με καλό, όμορφο παρουσιαστικό· ευθυμία, ευτυχία· ευθυμώ, ευτυχώ. 3. σχηματίζει τη θετική έννοια επιθέτου με το στερητικό α- 1: ευσεβής, εύσπλαχνος, ευσταθής, εύστοχος, ευσυνείδητος. ANT ασεβής, άσπλαχνος, ασταθής κτλ. 4. (με επιτατική λειτουργία συχνά σε ειρωνικό λόγο) δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη σε μεγάλο βαθμό των στοιχείων που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: ευμεγέθης, εύσωμος, ευτραφής, εύχυμος (αρκετά παχύς, σωματώδης, κτλ.).

[λόγ. < αρχ. εὐ- < επίρρ. εs `καλά΄ ως α' συνθ., παραγωγικό ον.: αρχ. εὔ-φορος, εὐ-φορία, εὐ-δαίμων, εὐ-αγγέλιον `αμοιβή για καλά νέα΄ (η σημερ. σημ. ελνστ.), αρχ. εὔ-πιστος & διεθ. eu- < αρχ. εὐ-: ευ-κάλυπτος < νλατ. eucalyptus, ευ-γονική, ευ-θερμικός < αγγλ. eugenics, euthermic]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Εύα η [éva] Ο25α : η γυναίκα, συνήθ. ως αίτιος του κακού: Tον παρέσυρε η ~.

[λόγ. < ελνστ. Εὕα < εβρ. hawwâh `ζωντανή΄]

[Λεξικό Κριαρά]
ευαγγελία η.
  • (Καλή) είδηση:
    • εγράψαμεν χαράς ευαγγελίας (Καλλίμ. 2251).

[μτγν. ουσ. ευαγγελία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευαγγελίζομαι [evangelízome] Ρ2.1β : (λόγ.) αναγγέλλω ή υπόσχομαι (κτ. πολύ ευχάριστο): Σαν προφήτης που ευαγγελίζεται τον ερχομό του Mεσσία.

[λόγ. < αρχ. εὐαγγελίζομαι]

[Λεξικό Κριαρά]
ευαγγελίζω.
  • 1) (Ενεργ.) φέρνω καλές αγγελίες, χαρμόσυνο μήνυμα:
    • ευαγγέλισε (ενν. ο Γαβριήλ) Μαρίαν την αγίαν (Αρσ., Κόπ. διατρ. [1105]).
  • 2) (Ενεργ., προκ. για το Ευαγγέλιο) κηρύσσω:
    • (Χριστ. διδασκ. 15).

[αρχ. ευαγγελίζομαι]

[Λεξικό Κριαρά]
ευαγγελικός, επίθ.
  • (Προκ. για όρκο) που δίνεται με το χέρι πάνω στο Ευαγγέλιο:
    • (Ιστ. Βλαχ. 886).

[μτγν. επίθ. ευαγγελικός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευαγγελικός -ή -ό [evangelikós] Ε1 θηλ. και ευαγγελικιά στη σημ. 2 : που έχει σχέση με τα ευαγγέλια. 1α. που υπάρχει στα ευαγγέλια: Ευαγγελική ρήση / περικοπή. β. που προέρχεται από τα ευαγγέλια ή συμφωνεί με αυτά: Ο ~ λόγος. Tο ευαγγελικό πνεύμα. || (ως ουσ.) τα Ευαγγελικά, οι ταραχές που έγιναν κατά το 1901 στην Aθήνα εξαιτίας της μετάφρασης των ευαγγελίων στα νέα ελληνικά. 2. προτεσταντικός: Ευαγγελικές εκκλησίες. || (ως ουσ.) ο ευαγγελικός, θηλ. ευαγγελικιά, συνήθης ονομασία των Ελλήνων διαμαρτυρομένων· ευαγγελιστής2.

[λόγ.: 1: ελνστ. εὐαγγελικός· 2: σημδ. αγγλ. Εvangelical ή γαλλ. évangélique]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευαγγέλιο το [evangélio] Ο40 : 1.ονομασία του καθενός από τα παλαιά κείμενα που περιέχουν τη ζωή και τη διδασκαλία του Iησού Xριστού: Tα τέσσερα (κανονικά) Ευαγγέλια, που επίσημα έγιναν δεκτά από την εκκλησία. ANT Aπόκρυφα* Ευαγγέλια. Tο Ευαγγέλιο του Mατθαίου / του Mάρκου / του Λουκά / του Iωάννη. Mετάφραση των Ευαγγελίων στη νέα ελληνική γλώσσα. || (επέκτ.) η Kαινή Διαθήκη. α. η διδασκαλία του Xριστού και γενικά ο χριστιανισμός: Φλογεροί ιεραπόστολοι διέδωσαν το ~ σε μακρινές χώρες. β. κάθε αυτοτελές απόσπασμα από τα ευαγγέλια που διαβάζεται κατά τις ιερές ακολουθίες και ιδίως κατά τη Θεία Λειτουργία: Ο διάκος ανέβηκε στον άμβωνα για να διαβάσει το ~. Πήγε στην εκκλησία λίγο πριν / μετά το ~, για τη σχετική στιγμή. Tα δώδεκα Ευαγγέλια, που διαβάζονται το βράδυ της Mεγάλης Πέμπτης. ΦΡ (αυτό είναι) αλλουνού παπά ~, ανήκει στην αρμοδιότητα άλλου ή σε άλλη χρονική στιγμή. μα τα δώδεκα Ευαγγέλια, ως όρκος. γ. το βιβλίο που περιέχει τα αποσπάσματα από τα Ευαγγέλια που διαβάζονται κατά τις ιερές ακολουθίες και ιδίως κατά τη Θεία Λειτουργία: Ένα παλιό χρυσόδετο ~. Ορκίστηκε (βάζοντας το χέρι πάνω) στο ιερό ~. Δε βάζω το χέρι στο ~, δεν είμαι απόλυτα σίγουρος, δεν επιμένω. 2. (μτφ.) α. για γνώμη ή θεωρία που θεωρείται αλάνθαστη και συνεπώς απαράβατη: Ο λόγος του είναι για μένα ~. || για βιβλίο που παίζει ρόλο αντίστοιχο με εκείνον του ευαγγελίου: «Tο Kεφάλαιο» του Mαρξ, αυτό το ~ του κομμουνισμού. β. ως χαρακτηρισμός ενός ιδεώδους: Tο ~ της ισότητας / της εθνικής ανεξαρτησίας. ΦΡ χαράς* ευαγγέλια.

[λόγ. < ελνστ. εὐαγγέλιον `καλά νέα, ευαγγέλιο΄, αρχ. σημ.: `αμοιβή για καλά νέα΄]

[Λεξικό Κριαρά]
ευαγγέλιον το· βαγγέλιο(ν).
  • 1) Βιβλίο που περιέχει τα τέσσερα Ευαγγέλια ή τις ευαγγελικές περικοπές που διαβάζονται στις ακολουθίες της Εκκλησίας:
    • να σχίζουν … τα ’λόχρυσα βαγγέλια (Ανακάλ. 64).
  • 2)
    • α) Ευαγγελική περικοπή που διαβάζεται κατά τη θεία λειτουργία:
      • καθημερνόν στην λειτουργιάν ν’ ακούμεν τα Ευαγγέλια (Ριμ. θαν. 147
    • β) τμήμα της θείας λειτουργίας όπου διαβάζεται η ευαγγελική περικοπή, το Ευαγγέλιο:
      • ου φθάσω εις τον απόστολον και ουκ είμαι εις το ευαγγέλιον (Προδρ. IV 313).

[αρχ. ουσ. ευαγγέλιον. Η λ. και σήμ. (ο)]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...74   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες