Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εστώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έστω [ésto] : I.επίρρ.· δηλώνει: 1. την παραχώρηση, τη συγκατάθεση του ομιλητή, ώστε να συμβεί, να ισχύσει το ελάχιστο που εκφράζει αυτό που ακολουθεί. α. ~ και, ας είναι και, τουλάχιστον, μακάρι: ~ και για λίγο. ~ και για μια στιγμή. ~ και τώρα, ακόμη και τώρα. ~ και ένας ας βοηθούσε, τουλάχιστον ένας. ~ και τόσα. β. ~ και ειδική πρόταση συνήθ. με το ότι· ας πούμε, ας υποθέσουμε ότι συμφωνώ: ~ ότι δέχομαι· μετά τι πρέπει να κάνουμε; ~ ότι λες αλήθεια. 2. αοριστία, απουσία συγκεκριμένης προτίμησης: ~ (ότι έχουμε) το τετράπλευρο ABΓΔ. ~ οι αριθμοί 4, 5, 8. II. σύνδεσμος· εισάγει δευτερεύουσα παραχωρητική πρόταση, για να δηλώσει παραχώρηση προς κτ. υποθετικό ή ενδεχόμενο: Ήταν αποφασισμένος να βοηθήσει, ~ κι αν δεν το άξιζε, κι ας μην το άξιζε, αδιάφορο αν θα το άξιζε.

[λόγ. < αρχ. ἔστω `να είναι, ας είναι΄, γ' πρόσ. προστ. του ρ. εἰμί: I1β: ελνστ. σημ.· I2: σημδ. γαλλ. soit· I1α: & απόδ. του γαλλ. fût-il· II: με βάση τη σημ. I1]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έστωσαν [éstosan] ως επίρρ. : (λόγ., για περισσότερα από ένα) έστωI2: ~ οι αριθμοί 2 και 3.

[λόγ. < αρχ. ἔστωσαν, γ' πληθ. πρόσ. προστ. του ρ. εἰμί]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες