Παράλληλη αναζήτηση
153 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- Ερώα η.
-
- Το γένος των ηρώων:
- Τις τ’ άρματα ξηγάται της Ερώας (Κυπρ. ερωτ. 1385).
[<ιταλ. eroe]
- Το γένος των ηρώων:
[Λεξικό Κριαρά]
- έρωας ο,
- βλ. ήρωας.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ερωδιός ο [eroδiós] Ο17 : ονομασία μεγαλόσωμων πτηνών, τα οποία έχουν ψηλά πόδια, μακρύ λαιμό λυγισμένο σε σχήμα τελικού σίγμα, ίσιο μακρύ και κωνικό ράμφος, ζουν κοντά σε ρηχά νερά και τρέφονται κυρίως με ψάρια.
[λόγ. < αρχ. ἐρῳδιός]
[Λεξικό Κριαρά]
- ερωμανάτος, επίθ.· ’ρωμανάτος.
-
- Ερωτομανής:
- η φύσις έποικέν το ’ρωμανάτον (ενν. το κοράσιον) (Πτωχολ. α 688).
[<μτγν. επίθ. ερωμανής με επίδρ. επιθ. σε ‑άτος]
- Ερωτομανής:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ερωμένη η [eroméni] Ο30 πληθ. γεν. ερωμένων αρσ. ερωμένος [eroménos] Ο18 : αυτή που έχει παράνομες ή μη νομιμοποιημένες ερωτικές σχέσεις με ορισμένο άντρα· (πρβ. εραστής): Έμαθε ότι ο άντρας της έχει ~. Tον παρακολούθησε και τον έπιασε με την ~ του. Έκανε ~ τη γραμματέα του. Έβαζε τη νύχτα κρυφά στο σπίτι τον ερωμένο της.
[λόγ. < αρχ. ἐρωμένη `αγαπημένη΄ θηλ. μππ. του ἐρῶ σημδ. γαλλ. amante· ερωμέν(η) -ος]
[Λεξικό Κριαρά]
- ερώμενος, μτχ. επίθ.· ουδ. ερωμένον.
-
- (Συν. το αρσ. και θηλ. ως ουσ.) εραστής, αγαπημένος:
- (Ερμον. Χ 317), (Διγ. Gr. 351).
[μτχ. ενεστ. του αρχ. εράομαι ως επίθ. Το θηλ., καθώς και αρσ. ερωμένος, και σήμ.]
- (Συν. το αρσ. και θηλ. ως ουσ.) εραστής, αγαπημένος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έρως ο [éros] Ο : (λόγ.) ο έρωτας.
[λόγ. < αρχ. ἔρως]
[Λεξικό Κριαρά]
- έρως, o· αιτιατ. έρων· κλητ. έρων· έρω· έρωτας· γεν. ερώτου.
-
- 1) Έρωτας:
- (Αχιλλ. L 568), (Καλλίμ. 928).
- 2)
- α) Πόθος, σαρκική επιθυμία:
- (Διγ. Άνδρ. 37231)·
- β) ερωτικές περιπέτειες:
- Λόγος πέμπτος διηγάται, έρωτας ανιστοράται (Διγ. O 1546).
- α) Πόθος, σαρκική επιθυμία:
- 3) Σαρκική επαφή:
- ερώτων δε μυστήρια ερυθριώ του λέγειν (Διγ. Gr. 2149).
- 4) Αγάπη, αφοσίωση:
- Έρωταν είχεν περισσόν ως διά την ποθητήν του και διά την μητέραν του (Διγ. Esc. 495).
- 5) Έντονη επιθυμία, πόθος για κ.:
- (Χρον. Τόκκων 219), (Διγ. Gr. 718).
- 6) Ο θεός Έρωτας:
- (Κυπρ. ερωτ. 1515).
[αρχ. ουσ. έρως. Ο τ. έρωτας και σήμ.]
- 1) Έρωτας:
[Λεξικό Κριαρά]
- ερωταγάπη η,
- βλ. ερωτοαγάπη.
[Λεξικό Κριαρά]
- ερωτάδιν το.
-
– Βλ. και ερωτίδιν.
- (Σε προσφών.) «αγαπούλα»:
- εγκάρδιο μου ερωτάδιν (Λίβ. V 1486, βλ. Χατζηγιακουμής 1977: 118).
[<ουσ. έρωτας + κατάλ. ‑άδιν]
- (Σε προσφών.) «αγαπούλα»: