Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ερμήνευμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ερμήνευμα το [ermínevma] Ο49 : τμήμα λόγου, συνήθ. γραπτού, με το οποίο ερμηνεύεται μια λέξη (όρος, έννοια κτλ.)· (πρβ. ορισμός): Tα ερμηνεύματα ενός λεξικού.

[λόγ. ερμηνεύ(ω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες