Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εργάσιμος -η -ο [erγásimos] Ε5 : (για χρονικό διάστημα) που κατά τη διάρκειά του: α. επιτρέπεται η εργασία: Ώρες εργάσιμες και ώρες κοινής ησυχίας. Εργάσιμη ημέρα. ANT αργία. H Δευτέρα μετά το Πάσχα δεν είναι εργάσιμη. β. ο εργαζόμενος πρέπει να εργαστεί: Οι εργαζόμενοι ζητούν σαράντα εργάσιμες ώρες εβδομαδιαίως.
[λόγ. < ελνστ. ἐργάσιμος, αρχ. σημ.: `καλλιεργήσιμος΄]