Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ερανικός -ή -ό [eranikós] Ε1 : (σπάν.) που αναφέρεται σε έρανο: Ερανική επιτροπή, αυτή που τον οργανώνει ή τον πραγματοποιεί.
[λόγ. < αρχ. ἐρανικός `που αναφέρεται σε έρανο΄ κατά τη σημ. της λ. έρανος]