Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ερίζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ερίζω [erízo] Ρ2.1α : (λόγ.) φιλονικώ: Πολλές πόλεις ερίζουν για την καταγωγή του Ομήρου.

[λόγ. < αρχ. ἐρίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
ερίζω.
  • (Μτβ. και αμτβ.) συναγωνίζομαι, «παραβγαίνω» κάπ.:
    • (Ερμον. Ζ 139), (Σπαν. (Λάμπρ.) Vα 496).

[αρχ. ερίζω. Η λ. και τ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες