Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- επιτηδειότης η· επιτηδειότητα.
-
- Επιδεξιότητα, ικανότητα:
- Κύων εάν λυττήσει, μετά επιτηδειότητος αυτῴ έκβαλε (Κυνοσ. 59917)·
- την επιτηδειότηταν εθαύμαζεν του νέου (Αχιλλ. N 133).
[αρχ. ουσ. επιτηδειότης. Ο τ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Επιδεξιότητα, ικανότητα: