Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιλήσμων
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιλήσμων -ων -ον [epilízmon] Ε (βλ. -ων -ων -ον) : (λόγ., για πρόσ.) που ξεχνά και έτσι αδιαφορεί για κτ. ενώ δεν πρέπει: Είναι ~ του καθήκοντος / των υποχρεώσεών του. Kι εσύ, ~ των ευεργεσιών που σου έχω κάνει, με βρίζεις. Aσυνείδητοι δικαστές που, επιλήσμονες του όρκου τους, χρηματίζονται. || (ως ουσ.).

[λόγ. < αρχ. ἐπιλήσμων]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες