Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επικερδαίνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
επικερδαίνω.
  • Κερδίζω επιπλέον:
    • Εις το διπλάσιον όφελος μάλλον κι επικερδαίνεις (Σπαν. B 253).

[μτγν. επικερδαίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες