Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επίκουρος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επίκουρος -η -ο [epíkuros] Ε5 : (για πρόσ.) 1. (λόγ.) που παίζει ρόλο βοηθού: H γυναίκα του, σύντροφος στη ζωή και ~ στο κοινωνικό του έργο. 2. ως χαρακτηρισμός εκείνων που κατέχουν ορισμένη, συνήθ. κατώτερη, θέση σε μια ιεραρχική κλίμακα: ~ ιατρός. || ~ καθηγητής και ως ουσ. βαθμίδα της πανεπιστημιακής ιεραρχίας ανάμεσα στο λέκτορα και στον αναπληρωτή.

[λόγ.: 1: αρχ. ἐπίκουρος· 2: σημδ. γαλλ. & αγγλ. assistant]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες