Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- επίγνωσις η.
-
- 1) Αναγνώριση:
- Προς επίγνωσιν οξέως των ερώντων γαρ η όψις (Ερμον. Χ 304).
- 2) Σύνεση, συναίσθηση κάπ. πράγματος:
- εδικαίωσεν (ενν. η αλουπού) αυτόν προς την επίγνωσίν του (Συναξ. γαδ. 140).
[μτγν. ουσ. επίγνωσις. Η λ. και σήμ. (‑η)]
- 1) Αναγνώριση: