Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξώστρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
εξώστρατα, επίρρ.
  • Έξω στο δρόμο:
    • επήγαινεν εξώστρατα (Ασσίζ. 4764).

[<επίρρ. έξω + ουσ. στράτα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες