Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξοστρακισμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξοστρακισμός ο [eksostrakizmós] Ο17 : 1α.ποινή εξορίας, κυρίως στην αρχαία Aθήνα, που επιβαλλόταν σε κπ. ύστερα από λαϊκή ψηφοφορία: Ο ~, ενώ θεσμοθετήθηκε ως όπλο κατά των επίδοξων τυράννων, χρησιμοποιήθηκε για εξουδετέρωση των πολιτικών αντιπάλων. β. (σπάν.) εξουδετέρωση κάποιου. 2. αλλαγή πορείας που οφείλεται σε βίαιη πρόσκρουση πάνω σε κτ.: Ο ~ ενός βλήματος.

[λόγ. < ελνστ. ἐξοστρακισμός (στη σημ. 1α)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες