Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξήκοντα [eksíkonda] (άκλ.) αριθμτ. επίθ. απόλ. : (λόγ.) εξήντα.
[λόγ. < αρχ. ἑξήκοντα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξηκονταετής -ής -ές [eksikondaetís] Ε10 : (λόγ.) εξηντάχρονος. α. που έχει διάρκεια εξήντα ετών. β. (για πρόσ.) που έχει ηλικία (περίπου) εξήντα ετών.
[λόγ. < αρχ. ἑξηκονταετής]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξηκονταετία η [eksikondaetía] Ο25 : περίοδος, χρονικό διάστημα εξήντα ετών.
[λόγ. < ελνστ. ἑξηκονταετία]