Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξ
965 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
εξ, πρόθ.,
βλ. εκ.
[Λεξικό Κριαρά]
εξά η· εξιά· ’ξα· ’ξιά.
  • 1)
    • α) Εξουσία, δύναμη:
      • μην πάρουσι τσι χώρες σου και την εξά σου χάσεις (Ερωτόκρ. Ε´ 173
      • με την ρηγατικήν εξά, που ’τρεμε το παλάτι (Ερωτόκρ. Δ´ 1312
    • β) φρ. έχω στην εξιά μου = διαθέτω:
      • (Κατζ. Β´ 194).
  • 2)
    • α) Αυτοκυριαρχία:
      • εμπήκες σ’ έτοια παιδωμή κι ήχασες την εξά σου; (Ερωτόκρ. Α´ 910
    • β) φρ. δεν είμαι άξιος τσ’ εξάς μου = δεν εξουσιάζω, δεν ορίζω τον εαυτό μου:
      • (Ερωτόκρ. Γ´ 515).
  • 3)
    • α) Εξουσία· δικαίωμα:
      • μ’ όλο που ’χεις την εξά να πάρεις τη ζωή μου (Ερωτόκρ. Γ´ 89
    • β) πληρεξουσιότητα, εντολή:
      • εσένα δίδω την εξά το πράμα να τελειώσεις (Πανώρ. Ε´ 269· Φορτουν. Ιντ. α´ 156).

[<ουσ. εξουσία. Η λ. και σήμ. κρητ. (Πιτυκ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξα- [eksa] & εξά- [eksá], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : το απόλυτο αριθμητικό έξι ως α' συνθετικό σε σύνθετα ονόματα· δηλώνει ότι: α. το προσδιοριζόμενο έχει έξι από τα στοιχεία που εκφράζει το β' συνθετικό: εξάγωνος, εξάσφαιρος, εξάστηλος, εξάτομος, εξάχορδος, εξάγωνο, ~σέλιδος. β. το προσδιοριζόμενο διαρκεί επί έξι συνεχείς χρονικές μονάδες (που εκφράζονται από το β' συνθετικό): ~ήμερος, εξάωρο· εξάχρονος, για πρόσωπο με ηλικία έξι χρόνων. γ. γίνεται, είναι ή επαναλαμβάνεται έξι φορές αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: ~πλάσιος, ~πλασιάζω.

[λόγ. < αρχ. ἑξα- θ. του αριθμτ. ἕξ (κατά το αρχ. ἑπτα-) ως α' συνθ.: αρχ. ἑξά-γωνος, ελνστ. ἑξά-βιβλος]

[Λεξικό Κριαρά]
εξαγανακτώ.
  • Αγανακτώ, οργίζομαι για κ.:
    • (Σαχλ., Αφήγ. 21).

[μτγν. εξαγανακτέω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξαγγελία η [eksangelía] Ο25 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξαγγέλλω: ~ κινήτρων για την ανάκαμψη της οικονομίας. Kυβερνητικές εξαγγελίες. Έμεινε σε επίπεδο εξαγγελιών, για υπόσχεση, διακήρυξη κτλ. που δεν πραγματοποιήθηκε.

[λόγ. < αρχ. ἐξαγγελία `μυστική πληροφορία στον εχθρό΄ με αλλ. της σημ. κατά το εξαγγέλλω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξαγγέλλω [eksangélo] -ομαι Ρ πρτ. εξάγγελλα και εξήγγελλα, αόρ. εξήγγειλα και εξάγγειλα, απαρέμφ. εξαγγείλλει, παθ. αόρ. εξαγγέλθηκα, απαρέμφ. εξαγγελθεί, μππ. εξαγγελμένος : ανακοινώνω, συνήθ. επίσημα, αυτό που πρόκειται να κάνω: Ο πρωθυπουργός θα εξαγγείλει από το βήμα της βουλής το πρόγραμμα της νέας κυβέρνησης. Ούτε υπόσχομαι ούτε ~ τίποτα.

[λόγ. < αρχ. ἐξαγγέλλω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξάγγελος ο [eksángelos] Ο19 : το πρόσωπο του αρχαίου ελληνικού θεάτρου που αναγγέλλει στην ορχήστρα ό,τι έχει συμβεί πίσω από τη σκηνή.

[λόγ. < ελνστ. ἐξάγγελος, αρχ. σημ.: `καταδότης΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξαγγελτικός -ή -ό [eksangeltikós] Ε1 : α.που εξαγγέλλει, που ανακοινώνει κτ.: Διακήρυξη εξαγγελτικού χαρακτήρα. β. (μουσ.) Εξαγγελτικό μοτίβο, μελωδικό, αρμονικό ή ρυθμικό θέμα που με τις επανεμφανίσεις του κατά τη διάρκεια ενός μουσικού έργου επαναφέρει στη μνήμη την ιδέα, την κατάσταση ή το πρόσωπο με τα οποία συνδέθηκε κατά την πρώτη του εμφάνιση.

[λόγ.: α: αρχ. ἐξαγγελτικός `που δίνει πληροφορίες, κουτσομπόλης΄· β: σημδ. γερμ. Leitmotiv]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξαγιάζω [eksajiázo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω κπ. ή κτ. άγιο, ιερό: H θρησκεία εξαγιάζει την ψυχή του ανθρώπου.

[λόγ. εξ- άγι(ος) -άζω απόδ. γαλλ. sanctifier (διαφ. το ελνστ. ἐξαγιάζω `εξακριβώνω΄ < λατ. exagium)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξαγιασμός ο [eksajiazmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξαγιάζω.

[λόγ. εξαγιασ- (εξαγιάζω) -μός]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...97   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες