Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εντί
8 εγγραφές [1 - 8]
[Λεξικό Κριαρά]
έντιμα, επίρρ.
  • Με τιμές:
    • η βασίλισσα έντιμα την εδέχθην (Χρον. Τόκκων 2615).

[<επίθ. έντιμος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
έντιμος, επίθ.
  • 1) Πολύτιμος:
    • (Μαχ. 21030).
  • 2)
    • α) Αξιότιμος:
      • κατά … τους εντίμους ανθρώπους οπού το εθέσπισαν (Ασσίζ. 4013
    • β) τιμημένος:
      • Ύπα καλώς, πετρίτη μου, έντιμε κι έμνοστέ μου (Ερωτοπ. 670
    • γ) (ο υπερθ. βαθμός σε τιμητική προσφών.):
      • Ευγενέστατε, εντιμότατε και ενδοξότατε (Παρθεν., Γράμμ. 227).

[αρχ. επίθ. έντιμος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έντιμος -η -ο [éndimos] Ε5 : 1.(για πράξη, συμπεριφορά) που γίνεται σύμφωνα με όσα υπαγορεύει ένα υψηλό αίσθημα τιμής (ειλικρίνειας, καλής πίστης, αξιοπρέπειας): Έντιμη πράξη. Έντιμη συμφωνία / πρόταση. Έντιμα λόγια. Έντιμες διαπραγματεύσεις. || (νομ.) πρότερος* ~ βίος. 2. (για πρόσ.) που ενεργεί με τρόπο έντιμο: ~ υπάλληλος / συνομιλητής / πολιτικός. 3. (συνήθ. σε επίσημες προσφωνήσεις και στον υπερθετικό βαθμό): Εντιμότατε κύριε Πρόεδρε. έντιμα & (λόγ.) εντίμως ΕΠIΡΡ σύμφωνα με τους κανόνες τιμής: Σας μιλώ εντίμως, με απόλυτη ειλικρίνεια και καλή πίστη.

[λόγ. < αρχ. ἔντιμος `τιμημένος΄ σημδ. γαλλ. honnête, honorable· λόγ. < αρχ. ἐντίμως]

[Λεξικό Κριαρά]
εντιμοσύνη η.
  • Τιμιότητα:
    • με μέγαν στούδιν, μεγάλην εντιμοσύνη (Ασσίζ. 27921).

[<επίθ. έντιμος + κατάλ. σύνη. Η λ. και σήμ. κυπρ.]

[Λεξικό Κριαρά]
εντιμοτάτως, επίρρ.
  • Με μεγάλες τιμές:
    • έλαβεν (ενν. το δώρον) εντιμοτάτως (Ερμον. Α 329).

[<επίθ. εντιμότατος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εντιμότητα η [endimótita] Ο28 : η ιδιότητα του έντιμου· (πρβ. τιμιότητα): Δεν επιτρέπω να αμφισβητείτε την εντιμότητά μου. Εκτιμώ ιδιαίτερα την εντιμότητά τους και την ευσυνειδησία τους.

[λόγ. < αρχ. ἐντιμότης, αιτ. -ητα `τιμή, αξίωμα΄ κατά τη σημ. της λ. έντιμος]

[Λεξικό Κριαρά]
εντιμότητα η.
  • (Τιμητική προσφών.):
    • όσον μπορώ παρακαλώ την εντιμότητά σου (Λίμπον. Αφ. 62).

[<αρχ. ουσ. εντιμότης· πβ. και LBG. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
εντίμως, επίρρ.
  • Με τιμές:
    • Θάψας δ’ αυτόν Αλέξανδρος εντίμως τον Δαρείον (Βίος Αλ. 3926).

[αρχ. επίρρ. εντίμως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες