Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ενθύμησις ‑ση· αθθύμησις· ανθύμησις.
-
- 1)
- α) Σκέψη, ανάμνηση, θύμηση:
- (Φλώρ. 1016)·
- εγράφησαν εις ενθύμησιν του θανάτου (Διγ. Άνδρ. 39728)·
- β) μνήμη:
- τους ενουθέτα να έχουσι τον φόβον του Θεού εις την ενθύμησιν αυτών (Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 16233).
- α) Σκέψη, ανάμνηση, θύμηση:
- 2) Φρ. έχω ενθύμησιν να … = σκοπεύω να:
- (Γλυκά, Στ. 191).
- 3) Φρ. βάνω (εις) ενθύμησιν εις κάπ., βλ. βάνω Ι20ζ.
- 4) Φρ. βάνω (εις) ενθύμησιν κ., βλ. βάνω Ι20ιστ.
- 5) Φρ. έρχομαι εις ενθύμησιν = θυμούμαι:
- (Προδρ. ΙV 38).
- 6) Ενθύμιο:
- δέξου διά μικράν ενθύμησιν ετούτην την ραβδέαν (Διγ. Άνδρ. 34917).
- 7) Αφήγηση, διήγηση:
- θέλω ποίσειν … μικρήν ανθύμησιν διά να την διαβάζουσιν (Μαχ. 219).
- Η λ. ως προσωποπ.:
- (Λίβ. Esc. 1131).
[αρχ. ουσ. ενθύμησις. Ο τ. αθθ‑ και σήμ. κυπρ. Η λ. (‑ση) και σήμ.]
- 1)