Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενδιατρίβω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενδιατρίβω [enδiatrívo] Ρ αόρ. ενδιέτριψα, απαρέμφ. ενδιατρίψει : (λόγ.) α. παραμένω συνεχώς σε ορισμένο τόπο. β. ασχολούμαι συνεχώς και για πολύ χρόνο και επίμονα με κτ., αφιερώνω πολύ χρόνο στην εξέταση πράγματος· καταγίνομαι.

[λόγ. < αρχ. ἐνδιατρίβω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες