Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενέχυρον
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ενέχυρον το· ενόχυρον.
  • Εγγύηση:
    • ενέχυρον της αγάπης μου τα χέρια σου να επάρουν (Λίβ. Sc. 669).

[αρχ. ουσ. ενέχυρον. Η λ. και σήμ. (ο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες