Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενέδρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενέδρα η [enéδra] Ο25 : α.η ενέργεια του ενεδρεύω· καρτέρι: Στήνω ~ σε κπ., στήνω καρτέρι. β. ομάδα των ατόμων που ενεδρεύουν: Έπεσαν σε εχθρική ~ και αποδεκατίστηκαν. Aλλάζαμε διαρκώς πορεία, για να αποφύγουμε τις ενέδρες του εχθρού.

[λόγ. < αρχ. ἐνέδρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες