Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εμβλέπω· εμπλέπω· ημπλέπω.
-
- α) Κοιτάζω:
- εκείνος δεν ημπλέπει να δει την δούλεψήν μου (Κυπρ. ερωτ. 9613)·
- β) βλέπω με προσοχή, εξετάζω:
- εμβλέπων ως κατάσκοπος τας χάριτας του τοίχου (Βέλθ. 338).
[αρχ. εμβλέπω. Ο τ. ημπλ‑ και σήμ. ιδιωμ.]
- α) Κοιτάζω: