Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκκόπτω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
εκκόπτω.
  • 1) Κόβω:
    • όπως, απαντήσας τον Ογουρλού Μεεμέτη ερχόμενον, εκκόψῃ την αυτού κεφαλήν (Έκθ. χρον. 614).
  • 2) (Μεταφ.) δίνω τέλος:
    • Ας κακοπαθήσομεν ολίγον … εκκόπτοντες τα κακά μας θελήματα (Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 167250).
  • 3) Καταστρέφω κάπ.:
    • (Εις Θεοτ. 34).
  • 4)
    • α) Διακόπτω κάπ. που μιλάει:
      • έτι δε λέγειν θέλουσα … εκκόψας ο νεότερος τῃ μητρί ούτως λέγει (Διγ. Gr. 767
    • β) (προκ. για συζήτηση) σταματώ, παύω:
      • τα πολλά σιγήσωμεν, εκκόψωμεν τα πάντα (Λίβ. Sc. 2997).

[αρχ. εκκόπτω. Βλ. και ξεκόβω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες