Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκβάλλω [ekválo] -ομαι στη σημ. 1 Ρ πρτ. εξέβαλλα, αόρ. εξέβαλα, απαρέμφ. εκβάλει, παθ. αόρ. εκβλήθηκα, απαρέμφ. εκβληθεί : 1. (λόγ.) βγάζω κτ. ή κπ. έξω από ένα χώρο, με δύναμη ή με βία. 2. (για ποταμό) χύνω τα νερά μου, καταλήγω: Ο Aξιός εκβάλλει στο Θερμαϊκό κόλπο. Ο Nείλος εκβάλλει στη Mεσόγειο σχηματίζοντας ένα τεράστιο δέλτα.
[λόγ. < αρχ. ἐκβάλλω (στη σημ. 1) και κατά τη σημ. της λ. εκβολή]
[Λεξικό Κριαρά]
- εκβάλλω· ξεβάλλω· αόρ. εξήβαλα· ’ξέβαλα· υποτ. εξηβάλω· προστ. εξέβαλε.
-
- Α´ Μτβ.
- 1)
- α) Βγάζω κ. (από κάπου), αφαιρώ:
- ευθύς εκβαλών τας του κάστρου κλεις δέδωκε ταύτας (Σφρ., Χρον. 6012)·
- (μεταφ.):
- τά βάλεις εις τον νουν σου, ου μη εκβάλει από σεν ου θλίψις, ουδέ χρόνος (Σπαν. A 41)·
- β) (προκ. για ρούχα, οπλισμό, κλπ.) βγάζω από επάνω μου:
- το στέφανον εξέβαλεν από της κεφαλής του (Αχιλλ. O 107).
- α) Βγάζω κ. (από κάπου), αφαιρώ:
- 2)
- α) (Με αντικ. τη λ. ψυχή) παίρνω τη ζωή κάπ., θανατώνω κάπ.:
- (Διγ. Z 418)·
- β) φρ. εκβάλλω ή ξεβάλλω κάπ. εκ του μέσου = «βγάζω κάπ. απ’ τη μέση», σκοτώνω:
- (Διήγ. Βελ. N2 341).
- α) (Με αντικ. τη λ. ψυχή) παίρνω τη ζωή κάπ., θανατώνω κάπ.:
- 3) (Προκ. για σπαθί) ανασύρω, τραβώ:
- τα σπαθία εξήβαλαν και τους Ρωμαίους εσφάζαν (Χρον. Μορ. H 4772).
- 4) (Με αντικ. τη λ. πέταλα) ξεπεταλώνω:
- (Ριμ. Βελ. ρ 780).
- 5) (Προκ. για νεκρούς) ξεθάβω:
- εξηβάλαν τον οι δύο τους τον θαμμένον (Συναξ. γυν. 410).
- 6) Εξορύσσω:
- τους οφθαλμούς τους εξέβαλεν (Χρον. Μορ. H 676).
- 7)
- α) (Με αντικ. τη λ. πτερά) μαδώ:
- (Κορων., Μπούας 32)·
- β) (με αντικ. τη λ. δόντια) ξεριζώνω:
- (Πόλ. Τρωάδ. 574).
- α) (Με αντικ. τη λ. πτερά) μαδώ:
- 8) Ξεπροβοδώ:
- τον Φλώριον εξέβαλεν εις συνοδείαν της στράτας (Φλώρ. 1828).
- 9) Ελευθερώνω:
- όταν την εξήβαλες (ενν. από την φυλακήν) (Χρον. Μορ. H 7444).
- 10) (Προκ. για συναίσθημα) διώχνω:
- εκβαλών τον φόβον (Διγ. Z 2504).
- 11) Αφαιρώ:
- εξέβαλε και αφήκε τα εναντία (Βακτ. αρχιερ. 212)·
- (μαθημ.):
- εκβληθέντων ουν των νζ´ εκ των ξ´ μένουσι και μονάδες γ´ (Rechenb. (Vog.) 595).
- 12) Ξεχωρίζω, διαλέγω μέσα από ένα σύνολο:
- Άρχοντες έξι εξήβαλαν (Χρον. Μορ. P 1649).
- 13) (Μεταφ.) απομακρύνω κάπ. από κ.:
- εκβαλείν αυτήν εκ της πίστεως του Χριστού, ουκ ηδυνήθη (Έκθ. χρον. 279).
- 14) Φρ. εκβάλλω όνομα, φήμη, ακουή = αποκτώ καλή ή κακή φήμη:
- (Λίβ. Sc. 926), (Λίβ. Esc. 1139), (Hist. imp. 72).
- 15) Φρ. εκβάλλω στιχοπλοκίας = συνθέτω στίχους:
- (Ωροσκ. 4025).
- 16) Εκδίδω:
- τα γράμματα τα αποστολικά … υπήρχον εκβεβλημένα (Διάτ. Κυπρ. 5042).
- 17) Φρ. εκβάλλω πάθος = εμφανίζω σύμπτωμα κάπ. αρρώστιας, λ.χ. σπυρί:
- (Έκθ. χρον. 6830).
- 18) Εγκαθιστώ κάπ. άρχοντα:
- Αμιράν τον Μουσταφάν … αυθέντην εξέβαλεν εις τη Δύσιν (Σφρ., Χρον. 203).
- 1)
- Β´ (Αμτβ.) βγαίνω:
- εκ του θανάτου την πικριάν έκβαλε και λυτρώθη (Δεφ., Σωσ. 276).
[αρχ. εκβάλλω. Βλ. και βγάλλω]
- Α´ Μτβ.