Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εισβαίνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
εισβαίνω.
  • 1) Εισέρχομαι·
    • (μεταφ.) πλήττω:
      • (Γλυκά, Στ. 190), (Λόγ. παρηγ. L 26).
  • 2) Περνώ:
    • εισέβηκα την θύραν (Προδρ. I 130).

[αρχ. εισβαίνω. Βλ. και σεβαίνω. Τ. σήμ. ιδιωμ. (Andr.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες