Παράλληλη αναζήτηση
320 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ει [í] σύνδ. : μόνο στις απαρχαιωμένες εκφράσεις ~ δυνατόν, εάν μπορεί να γίνει: Tα δικαιολογητικά πρέπει να κατατεθούν το συντομότερο· ~ δυνατόν ως το τέλος της εβδομάδας. ~ μη μόνον, παρά μόνο: Ουδείς είναι σε θέση να το βεβαιώσει ~ μη μόνον ο ειδικός.
[λόγ. < αρχ. εἰ]
[Λεξικό Κριαρά]
- έι, επιφ.
-
- Προκ. για κάλεσμα (μπροστά από κλητική προσφών.):
- Έι, αφέντη τσελεμπή (Mevlānā 3).
[λ. ηχοπ.· βλ. και ε. Η λ. και σήμ.]
- Προκ. για κάλεσμα (μπροστά από κλητική προσφών.):
[Λεξικό Κριαρά]
- εί,
- βλ. είμαι.
[Λεξικό Κριαρά]
- ει, σύνδ.
-
- ?Αλλά:
- ο αυθέντης, ηβουλήθη αποκτείναι αυτόν, ει ο Μαχουμούτ πασιάς έσκοψεν αυτόν του μη αποκτείναι (Έκθ. χρον. 2418).
[αρχ. σύνδ. ει]
- ?Αλλά:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ειδάλλως [iδálos] & ειδαλλιώς [iδa
ós] επίρρ. τροπ. : συνήθ. ως εισαγωγική λέξη η οποία εκφράζει βραχυλογικά υπόθεση με νόημα αντίθετο προς το νόημα της προηγούμενης πρότασης· αλλιώς, διαφορετικά: Aν μπορείς, έλα στις πέντε· ~ θα ιδωθούμε το βράδυ, αν δεν μπορείς Aν το χρειάζεσαι, κράτησέ το· ~ να το πάρω, αλλιώς, να το πάρω. Πρέπει να τον βοηθήσεις, ~ τι φίλος είσαι. || με την έννοια απειλής: Nα ετοιμαστείτε γρήγορα ειδαλλιώς [ειδαλλιώς: μσν. ειδέ `σε περίπτωση που, αλλιώς΄ (< αρχ φρ. εἰ δέ) με “πλεοναστική” προσθήκη του αλλιώς για έμφαση και αποβ. του [e] για αποφυγή της χασμ.· ειδάλλως: λόγ. επίδρ. στο ειδαλλιώς κατά το λαϊκό αλλιώς - λόγ. άλλως]
[Λεξικό Κριαρά]
- ειδέ, σύνδ.· είδε· ειδές· ουδέ.
-
- 1)
- α) Έτσι και, σε περίπτωση που, αν:
- Ειδέ στραφεί κανείς ποσώς και ιδεί το μοναστήρι (Προδρ. ΙV 257)·
- β) εκφρ. ειδέ και (αν) = έτσι και, σε περίπτωση που, αν:
- (Διγ. Άνδρ. 3233), (Σπαν. (Ζώρ.) V 217).
- α) Έτσι και, σε περίπτωση που, αν:
- 2)
- α) Αλλιώς, ειδεμή:
- (Κώδ. Χρονογρ. 5024)·
- β) εκφρ.
- (1) ειδ(έ) αλλέως και ειδές αλλιώς, βλ. αλλέως Εκφρ. 1, 2·
- (2) ειδέ/ουδέ καν ου, βλ. καν Εκφρ. 7.
- α) Αλλιώς, ειδεμή:
- 3) Αλλά, όμως, ενώ:
- οι σκύλλοι είναι ολιγόζωτοι …, ειδέ ο θυμός του αφέντη πολομά πολλήν ζημίαν εις ρέντες (Μαχ. 24427).
- 4) Είτε:
- μαρτυρίαν απού τον είδαν να το αγοράσει είδε εχαρίσαν του το (Ασσίζ. 1743).
- 5) (Με προηγ. άρν.) ούτε:
- αν ουδέν ένι κελεφή (ενν. η γυναίκα) ειδέ σεληνιάζεται (Ασσίζ. 12422).
- 6) Όταν, μόλις:
- Ειδέ οι παράνομοι Τούρκοι εμάθαν τα πικρά μαντάτα … ελυπήθησαν πολλά (Μαχ. 1348‑9).
- 7) Τότε λοιπόν:
- Ειδέ οι Γενουβήσοι, … αρχέψαν και εμουρμουρίζαν εις την Αμμόχουστον να έλθου (Μαχ. 55225).
[<συνεκφ. ει δε (αρχ.). Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1)
[Λεξικό Κριαρά]
- ειδέα (I) η,
- βλ. ιδέα.
[Λεξικό Κριαρά]
- ειδέα (II) τα.
-
- Μορφές, παραστάσεις:
- Τα ειδέα των δώδεκα μηνών (Ημερολ. 2).
[πιθ. συμφ. των ουσ. ιδέαι και είδη· πβ. ά. είδος και ιδέα]
- Μορφές, παραστάσεις:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ειδεμή [iδemí] επίρρ. τροπ. : συνήθ. ως εισαγωγική λέξη η οποία, συχνά με την έννοια απειλής, εκφράζει βραχυλογικά υπόθεση με νόημα αντίθετο προς το νόημα της πρότασης που προηγείται· ειδάλλως, αλλιώς: Tέλειωσε γρήγορα τα μαθήματά σου, ~ δεν έχει βόλτα, γιατί αλλιώς δεν έχει
[λόγ. < αρχ. φρ. εἰ δέ μή]
[Λεξικό Κριαρά]
- ειδεμή, σύνδ.
-
- Αλλιώς, ειδάλλως:
- (Χρον. Τόκκων 1623).
[<συνεκφ. ει δε μη (αρχ.). Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Αλλιώς, ειδάλλως: