Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δύσθυμος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δύσθυμος -η -ο [δísθimos] Ε5 : που κατέχεται από δυσθυμία, που δεν είναι ευδιάθετος· κακόκεφος, άκεφος.

[λόγ. < αρχ. δύσθυμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες