Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δόλιος (I), επίθ.
-
- Πανούργος:
- (Δούκ. 16111).
[αρχ. επίθ. δόλιος. Η λ. και σήμ.]
- Πανούργος:
[Λεξικό Κριαρά]
- δόλιος (II), επίθ.
-
- 1) Ταλαίπωρος, δύστυχος:
- πόσοι δόλιοι χριστιανοί μέλλουσι ν’ αποθάνου (Τζάνε, Κρ. πόλ. 21613)·
- στα δόλια τα Χανία (Διακρούσ. 909).
- 2) (Προκ. για έτος) καταραμένος:
- (Θρ. Κων/π. (Mich.) 12).
[αρχ. επίθ. δόλιος. Η λ. και σήμ.]
- 1) Ταλαίπωρος, δύστυχος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δόλιος 1 -α -ο [δólios] Ε6 : α. για κπ. που τον χαρακτηρίζει η κακή πίστη και η διάθεση να ζημιώσει με ύπουλο τρόπο κπ. άλλον: ~ άνθρωπος. || Δόλια χείλη. β. για εκδηλώσεις, ενέργειες δόλιου ανθρώπου: ~ σκοπός / τρόπος. || (νομ.) Δόλια χρεοκοπία.
δόλια & (λόγ.) δολίως ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. δόλιος· λόγ. < ελνστ. δολίως]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δόλιος 2 -α -ο [δólos] Ε4 : (συναισθ.) όταν αναφερόμαστε σε κπ. που βασανίζεται ή ταλαιπωρείται, και για να εκφράσουμε τον οίκτο ή τη συμπάθειά μας· κακομοίρης, καημένος: H δόλια η μάνα μου / η πατρίδα μας. Tο δόλιο το πουλάκι. H δόλια μου καρδιά. Aχ, τι έπαθα ο ~ !
[μσν. δόλιος (στη σημερ. σημ.) < αρχ. δόλιος (δες δόλιος 1) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]