Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δόκησις
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δοκησισοφία η [δokisisofía] Ο25 : (λόγ., μειωτ.) το χαρακτηριστικό γνώρισμα του δοκησίσοφου.

[λόγ. < ελνστ. δοκησισοφία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δοκησίσοφος -η -ο [δokisísofos] Ε5 : (λόγ., μειωτ., συνήθ. ως ουσ.) ο δοκησίσοφος, αυτός που νομίζει ότι γνωρίζει τα πάντα και που κομπάζει γι΄ αυτό.

[λόγ. < αρχ. δοκησίσοφος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες