Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δωδεκάεδρος -η -ο [δoδekáeδros] Ε5 : (μαθημ.) που έχει δώδεκα έδρες, συνήθ. ως ουσ. το δωδεκάεδρο, το στερεό σώμα που έχει δώδεκα έδρες.
[λόγ. < αρχ. δωδεκάεδρος]