Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δυϊκός -ή -ό [δiikós] Ε1 : (γραμμ.) α. ~ αριθμός, (στην αρχαία ελληνική γλώσσα και σε άλλες γλώσσες) οι τύποι στους οποίους εκφέρεται μια κλιτή λέξη (πτώσεις ονόματος ή πρόσωπα ρήματος), όταν αναφέρεται σε δύο πράγματα ή πρόσωπα· (πρβ. ενικός αριθμός, πληθυντικός αριθμός). β. (ως ουσ.) ο δυϊκός, ο δυϊκός αριθμός.
[λόγ. < ελνστ. δυϊκός]